- φύσκα
- η 1. пузырь; волдырь;2. см. φίσκα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Φύσκα — Φύσκᾱ , Φύσκα fem nom/voc/acc dual Φύσκα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσκα — φύσκᾱ , φύσκη the large intestine fem nom/voc/acc dual φύσκᾱ , φύσκη the large intestine fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύσκα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ.) του νομού Κιλκίς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει το χωριό Σπουργίτης (υψόμ. 380 μ.) και ο οικισμός Κατασκηνώσεις (υψόμ. 520 μ.) που κατοικείται μόνο το καλοκαίρι … Dictionary of Greek
Φύσκας — Φύσκᾱς , Φύσκα fem acc pl Φύσκᾱς , Φύσκα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύσκαι — Φύσκα fem nom/voc pl Φύσκᾱͅ , Φύσκα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσκας — φύσκᾱς , φύσκη the large intestine fem acc pl φύσκᾱς , φύσκη the large intestine fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φυσκῶν — Φύσκα fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύσκαις — Φύσκα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύσκαν — Φύσκα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσκαν — φύσκᾱν , φύσκη the large intestine fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύσκης — Φύσκα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)